σπανομαρία

σπανομαρία
η, Ν
ειρων. σπανός άνδρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπανός + Μαρία. Η χρήση τού γυναικείου ον. υποδηλώνει την παρουσία θηλ. χαρακτηριστικού, τονίζοντας με τον τρόπο αυτόν τη σημ. τού α' συνθ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπανομαρία — η σπανός άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”